- ασυνήθης
- (-ους), -ες (AM ἀσυνήθης, -ες)1. ο μη συνήθης, αυτός που διαφέρει από το καθιερωμένο ή κοινό2. (για πρόσωπα) μη εξοικειωμένος με κάτι, μη συνηθισμένος, άπειροςνεοελλ.1. σπάνιος, εξαιρετικός2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτοςαρχ.(για πρόσωπα) ο μη γνώριμος, ο άγνωστος.
Dictionary of Greek. 2013.